διακονιάρικος

διακονιάρικος
η , ο нищенствующий;
попрошайничающий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "διακονιάρικος" в других словарях:

  • διακονιάρικος — η, ο [διακονιάρης] 1. αυτός που ανήκει ή που αναφέρεται ή αρμόζει στον διακονιάρη 2. το ουδ. ως ουσ. διακονιάρικο φτωχόπαιδο που ζητιανεύει …   Dictionary of Greek

  • διακονιάρικος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που αρμόζει ή αναφέρεται σε διακονιάρη, ζητιάνο: Το σπίτι του είναι διακονιάρικο. 2. ζητιάνος, φτωχός: Διακονιάρικη γερόντισσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επαιτικός — ή, ό (Μ ἐπαιτικός, ή, όν) [επαίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον επαίτη ή στην επαιτεία ή που γίνεται για επαιτεία, ο διακονιάρικος, ο ζητιάνικος («επαιτική διαγωγή», «επαιτική μέθοδος», «επαιτικά τάγματα») …   Dictionary of Greek

  • ζητιάνικος — ζητιάνικος, η, ο και ζητιανίστικος, η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ζητιάνο, διακονιάρικος: Είχε στάση ζητιάνικη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»